Ξύπνησε με μια ευφορία. Εκείνη την ευφορία που δεν έρχεται συχνά. Όχι το πρωί.
Ήταν πρωί και ήταν έτοιμο. Είχε ξενυχτήσει το προηγούμενο βράδυ για να είναι έτοιμο.
Το ξανακοίταξε. Φαινόταν εντάξει. Εντάξει όπως το όνειρο που θυμόταν.
Καιρό είχε να δει όνειρο και να είναι εντάξει. Καιρό είχε να δει όνειρο.
Καιρός για καφέ και τσιγάρο. Άναψε τσιγάρο. Καπνός.
Ο καπνός αιωρήθηκε από πάνω του. Κάτω από τον καπνό έμοιαζε διαφορετικό.
Κάτι έλλειπε. Δεν ήταν πλήρες. Και τι είναι πλήρες;
Το τασάκι ήταν γεμάτο. Ένας κύλινδρος στάχτης έπεσε πάνω του. Δεν τον πρόλαβε.
Δεν πρόλαβε να φυσήξει πριν κολλήσει πάνω στο χρώμα. Γκρίζο πάνω στο χρώμα.
Ποτέ δεν διάλεγε γκρίζο. Την διάλεγε αυτό καμμιά φορά.
Καμμιά φορά, τα χρώματα που ανακάτευε το βράδυ, μέχρι το πρωί έμοιαζαν γκρίζα. Ο ήλιος έφταιγε.
Ο ήλιος έκαιγε. Η καύτρα ξεκόλλησε από το τσιγάρο. Έπεσε πάνω του.
Την άφησε να το ανάψει.
Σάββατο 19 Μαΐου 2007
Ένα τσιγάρο δρόμος
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου