UPDATE:
Leopold Etz, one of the police officers who freed Stefan and Felix from the bunker, said he was "staggered" to see the reactions of the children as they tried to adapt to their new surroundings, which they had previously only seen on television.
He added that the boys thought they were in heaven when they emerged, having been told by their mother that "heaven is up there".
(...)
Ανέβηκα στο Σαράβαλο και ξαναπήρα το δρόμο για το σπίτι. Ενώ ποδηλατούσα, συνέχισα να βλέπω το νεκρό παιδί που ανασηκωνόταν και άπλωνε τα χέρια του προς το μέρος μου. Εκείνο το σκαμμένο πρόσωπο, εκείνα τα κλειστά μάτια, εκείνο το ορθάνοιχτο στόμα συνέχιζαν να κυλάνε μπροστά μου.
Τώρα μου φαινόταν σαν όνειρο. Σαν ένας εφιάλτης που ξεθύμαινε.
Ήταν ζωντανό. Είχε προσποιηθεί πως ήταν πεθαμένο. Γιατί;
Ίσως ήταν άρρωστο. Ίσως ήταν ένα τέρας.
Ένας λυκάνθρωπος.
Τη νύχτα μεταμορφωνόταν σε λύκο. Το κρατούσαν αλυσοδεμένο εκεί μέσα γιατί ήταν επικίνδυνο. Είχα δει μια ταινία μ' έναν άντρα που τις νύχτες με πανσέληνο μεταμορφωνόταν σε λύκο και επιτιθόταν στον κόσμο. Οι χωρικοί έστηναν μια παγίδα και ο λύκος έπεφτε στην παγίδα, ένας κυνηγός τον πυροβολούσε και ο λύκος πέθαινε και ξαναγινόταν άνθρωπος. Ήταν ο φαρμακοποιός. Κι ο κυνηγός ήταν ο γιός του φαρμακοποιού.
Εκείνο το παιδί το κρατούσαν αλυσοδεμένο κάτω από ένα πλαστικό φύλλο, σκεπασμένο με χώμα, για να μην εκτίθεται στο φως του φεγγαριού.
Οι λυκάνθρωποι δεν θεραπεύονται. Για να τους σκοτώσεις χρειάζεσαι μια ασημένια σφαίρα.
Όμως δεν υπήρχαν λυκάνθρωποι.
"Κόφ'το μ' αυτά τα τέρατα, Μικέλε. Τέρατα δεν υπάρχουν. Τα φαντάσματα, οι λυκάνθρωποι, οι μάγισσες είναι ανοησίες που επινοήθηκαν για να φοβίζουν τους εύπιστους σαν εσένα. Πρέπει να φοβάσαι τους ανθρώπους, όχι τα τέρατα", μου είχε πει ο μπαμπάς μια μέρα που τον ρώτησα αν τα τέρατα μπορούσαν ν' αναπνέουν κάτω από το νερό.
Όμως για να το κρύψουν εκεί έπρεπε να υπάρχει κάποιος λόγος.
Ο μπαμπάς θα μου τα εξηγούσε όλα.
(...)
"Μ' άκουσες;"
Τίποτα.
Επανέλαβα.
"Λοιπόν... Η μάνα σου είπε ότι σ' αγαπάει. Κι ότι της λείπεις. Το είπε χθες στην τηλεόραση. Είπε ότι δεν πρέπει ν' ανησυχείς... Κι ότι δεν θέλει μονάχα τ' αυτιά σου".
"Η μαμά μου πέθανε".
"Τι θα πει πέθανε;"
Κάτω από την κουβέρτα απάντησε:
"Η μαμά μου πέθανε".
"Μα τι λες; Είναι ζωντανή. Την είδα εγώ, στην τηλεόραση..."
"Όχι, πέθανε".
Έβαλα το χέρι στην καρδιά.
"Στ' ορκίζομαι στη ζωή της αδερφής μου της Μαρίας πως είναι ζωντανή. Την είδα χθες το βράδυ, ήταν στην τηλεόραση. Ήταν καλά. Είναι ξανθιά. Είναι αδύνατη. Και λιγάκι γριά... Όμως είναι ωραία. Ήτανε καθισμένη σε μια καφέ ψηλή πολυθρόνα. Μεγάλη. Όπως εκείνες των βασιλιάδων. Και πίσω της ήταν ένας πίνακας μ' ένα καράβι. Είναι έτσι ή όχι;"
"Ναι. Ο πίνακας με το καράβι..."
Μιλούσε σιγά, τα λόγια του πνίγονταν στην κουβέρτα.
"Κι έχεις ένα ηλεκτρικό τρενάκι. Με την ατμομηχανή με το φουγάρο. Το είδα".
"Δεν το έχω πια. Έσπασε. Η τάτα το πέταξε".
"Η τάτα; Τι είναι η τάτα;"
"Η Λιλιάνα. Κι αυτή πέθανε. Κι ο Πεπίνο πέθανε. Κι ο μπαμπάς πέθανε. Κι η γιαγιά Αριάνα πέθανε. Κι ο αδελφός μου πέθανε. Πέθαναν όλοι. Πέθαναν όλοι και ζουν σε λάκκους σαν αυτόν. Σε έναν βρίσκομαι κι εγώ. Όλοι μας. Ο κόσμος είναι ένα μέρος γεμάτο λάκκους που μέσα τους είναι οι νεκροί. Και το φεγγάρι είναι μια μπάλα γεμάτη λάκκους και μέσα είναι άλλοι νεκροί".
"Δεν είν' αλήθεια".
Ακούμπησα το χέρι μου στην πλάτη του.
"Δεν φαίνεται τίποτα. Το φεγγάρι είναι κανονικό. Κι η μάνα σου δεν πέθανε. Την είδα εγώ. Πρέπει να μ' ακούσεις".
Έμεινε για λίγο αμίλητος, έπειτα με ρώτησε:
"Τότε γιατί δεν έρχεται εδώ;"
Κούνησα το κεφάλι.
"Δεν ξέρω".
"Γιατί δεν έρχεται να με βγάλει από δω μέσα;"
"Δεν ξέρω".
"Κι εγώ γιατί βρίσκομαι εδώ;"
"Δεν ξέρω".
(...)
"Αύριο θα σου ξαναφέρω. Τι θέλεις;"
Άρχισε να ξύνει το κεφάλι.
"Θέλω... θέλω... ψωμί. Ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα. Και προσούτο. Και τυρί. Και σοκολάτα. Και ένα τεράστιο σάντουιτς".
"Θα δω τι υπάρχει στο σπίτι".
Κάθισα. Ο Φίλιπο δεν σταματούσε να μου αγγίζει τα πόδια και να μου ξεκουμπώνει τα πέδιλα.
Και ξαφνικά μου ήρθε μια ιδέα. Μια φοβερή ιδέα.
Δεν είχε την αλυσίδα. Ήταν ελεύθερος. Μπορούσα να τον βγάλω έξω.
Τον ρώτησα:
"Θέλεις να βγεις;"
"Και πού να πάω;"
"Να βγεις έξω".
"Έξω;"
"Ναι, έξω. Έξω απ' το λάκκο."
Έμεινε αμίλητος και ρώτησε:
"Απ' το λάκκο; Ποιο λάκκο;"
"Αυτόν εδώ το λάκκο. Εδώ μέσα. Εδώ που είμαστε".
Έκανε όχι με το κεφάλι.
"Δεν υπάρχουν λάκκοι".
"Αυτός δεν είναι λάκκος;"
"Όχι".
"Μα και βέβαια είναι λάκκος, το είπες κι εσύ.
"Πότε το είπα;"
"Είπες ότι ο κόσμος είναι γεμάτος λάκκους όπου μέσα βρίσκονται οι νεκροί. Και ότι το φεγγάρι είναι γεμάτο λάκκους".
"Κάνεις λάθος. Δεν το είπα εγώ".
Άρχισα να χάνω την υπομονή μου.
"Και τότε πού είμαστε;"
"Σ' ένα μέρος όπου περιμένουμε".
"Και τι περιμένουμε;"
"Να πάμε στον παράδεισο".
(...)
Τον παρέσυρα στο δασάκι, κάτω από ένα δέντρο. Υπήρχαν πουλιά. Τζιτζίκια. Σκιά. Και μια ωραία μυρωδιά από υγρή γη και βρύα.
Τον ρώτησα:
"Μπορώ να σου βγάλω την κουβέρτα από το πρόσωπο;"
"Έχει ήλιο;"
"Όχι".
Δεν ήθελε να τη βγάλει, στο τέλος κατάφερα να τον πείσω να καλύψω τα μάτια του με τη φανέλα μου. Ήταν ευχαριστημένος, το έβλεπες απ' το χαμόγελό του. Το αεράκι τού χάιδευε το δέρμα κι εκείνος το απολάμβανε.
Τον ρώτησα:
"Γιατί σ' έβαλαν εδώ;"
"Δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι".
"Τίποτα τίποτα;"
"Βρέθηκα εδώ".
"Τι θυμάσαι;"
"Ότι ήμουνα στο σχολείο".
Κουνούσε το κεφάλι του.
"Αυτό θυμάμαι. Είχαμε γυμναστική. Κι έπειτα βγήκα έξω. Σταμάτησε ένα άσπρο αυτοκίνητο. Και βρέθηκα εδώ".
"Μα εσύ πού μένεις;"
"Στην οδό Μοντιλιάνι 36. Γωνία με την οδό Καβαλιέρ ντ' Αρπίνο".
"Και πού είναι αυτό;"
"Στην Παβία".
"Στην Ιταλία;"
"Ναι".
"Κι εδώ Ιταλία είναι".
Έμεινε αμίλητος. Νόμισα πως αποκοιμήθηκε, όμως κάποια στιγμή με ρώτησε:
"Τι πουλιά είναι αυτά;"
Κοίταξα γύρω μου.
"Σπουργίτια".
"Είσαι σίγουρος ότι δεν είναι νυχτερίδες;"
"Όχι. Εκείνες τη μέρα κοιμούνται και κάνουν διαφορετικό θόρυβο".
"Οι ιπτάμενες αλεπούδες όμως πετάνε και την ημέρα και τιτιβίζουν σαν τα πουλιά. Και ζυγίζουν περισσότερο από ένα κιλό. Αν σκαρφαλώσουν σε μικρά κλαδιά πέφτουν στη γη. Αυτές, κατά τη γνώμη μου, είναι ιπτάμενες αλεπούδες".
Μετά την ιστορία με τις αρκουδίτσες-πλύστρες δεν μπορούσα πια να πω τίποτα. Ποιος ξέρει, στην Αμερική μπορεί να υπήρχαν και ιπτάμενες αλεπούδες. Τον ρώτησα:
"Μα εσύ έχεις πάει στην Αμερική;"
"Χθες είδα τη μαμά μου. Μου είπε ότι δεν μπορεί να έρθει να με πάρει γιατί πέθανε. Πέθανε μαζί με όλη μου την οικογένεια. Διαφορετικά, είπε, θα ερχόταν αμέσως".
Βούλωσα τ΄αυτιά μου.
(...)
"Εγώ δεν φοβάμαι"
Νικολό Αμανίτι
εκδόσεις Καστανιώτη
Τετάρτη 30 Απριλίου 2008
Τους ανθρώπους να φοβάσαι, όχι τα τέρατα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Μάλλον οι αναγνώστες διάβασαν "εγώ φοβάμαι" και γι'αυτό δεν σχολίασαν :p
(γιατί) Σου άρεσε το βιβλίο?
Καλημέρα ατρόμητε kakaskime.
Το είχα διαβάσει αρκετά χρόνια πριν και το θυμήθηκα τώρα με την υπόθεση της Αυστρίας. Είναι πολύ ωραίο θρίλερ αλλά το ανέβασα (και επέλεξα τα συγκεκριμένα αποσπάσματα) γιατί νιώθω τον παραλληλισμό του πώς αντιλαμβανόταν ο Φίλιπο την ομηρεία του σε ένα λάκκο και του πώς πρέπει να ένιωθαν η μάνα και τα παιδιά που ζούσαν κλειδωμένοι σε ένα υπόγειο μια ολόκληρη ζωή.
Βέβαια, η παραπάνω επεξήγηση είναι περιττή. Έχω τόσο έξυπνους αναγνώστες, που θα το έχουν πιάσει με την πρώτη αλλά δεν σχολιάζουν, τηρώντας πένθιμη σιγή.
Αλλά ας μείνει αυτό το σχόλιο για τον ιστορικό του μέλλοντος που θα αναλύσει το πολύτιμο περιεχόμενο αυτού του μπλογκ.
:Ρ
Δημοσίευση σχολίου