UPDATE:
Leopold Etz, one of the police officers who freed Stefan and Felix from the bunker, said he was "staggered" to see the reactions of the children as they tried to adapt to their new surroundings, which they had previously only seen on television.
He added that the boys thought they were in heaven when they emerged, having been told by their mother that "heaven is up there".
(...)
Ανέβηκα στο Σαράβαλο και ξαναπήρα το δρόμο για το σπίτι. Ενώ ποδηλατούσα, συνέχισα να βλέπω το νεκρό παιδί που ανασηκωνόταν και άπλωνε τα χέρια του προς το μέρος μου. Εκείνο το σκαμμένο πρόσωπο, εκείνα τα κλειστά μάτια, εκείνο το ορθάνοιχτο στόμα συνέχιζαν να κυλάνε μπροστά μου.
Τώρα μου φαινόταν σαν όνειρο. Σαν ένας εφιάλτης που ξεθύμαινε.
Ήταν ζωντανό. Είχε προσποιηθεί πως ήταν πεθαμένο. Γιατί;
Ίσως ήταν άρρωστο. Ίσως ήταν ένα τέρας.
Ένας λυκάνθρωπος.
Τη νύχτα μεταμορφωνόταν σε λύκο. Το κρατούσαν αλυσοδεμένο εκεί μέσα γιατί ήταν επικίνδυνο. Είχα δει μια ταινία μ' έναν άντρα που τις νύχτες με πανσέληνο μεταμορφωνόταν σε λύκο και επιτιθόταν στον κόσμο. Οι χωρικοί έστηναν μια παγίδα και ο λύκος έπεφτε στην παγίδα, ένας κυνηγός τον πυροβολούσε και ο λύκος πέθαινε και ξαναγινόταν άνθρωπος. Ήταν ο φαρμακοποιός. Κι ο κυνηγός ήταν ο γιός του φαρμακοποιού.
Εκείνο το παιδί το κρατούσαν αλυσοδεμένο κάτω από ένα πλαστικό φύλλο, σκεπασμένο με χώμα, για να μην εκτίθεται στο φως του φεγγαριού.
Οι λυκάνθρωποι δεν θεραπεύονται. Για να τους σκοτώσεις χρειάζεσαι μια ασημένια σφαίρα.
Όμως δεν υπήρχαν λυκάνθρωποι.
"Κόφ'το μ' αυτά τα τέρατα, Μικέλε. Τέρατα δεν υπάρχουν. Τα φαντάσματα, οι λυκάνθρωποι, οι μάγισσες είναι ανοησίες που επινοήθηκαν για να φοβίζουν τους εύπιστους σαν εσένα. Πρέπει να φοβάσαι τους ανθρώπους, όχι τα τέρατα", μου είχε πει ο μπαμπάς μια μέρα που τον ρώτησα αν τα τέρατα μπορούσαν ν' αναπνέουν κάτω από το νερό.
Όμως για να το κρύψουν εκεί έπρεπε να υπάρχει κάποιος λόγος.
Ο μπαμπάς θα μου τα εξηγούσε όλα.
(...)
"Μ' άκουσες;"
Τίποτα.
Επανέλαβα.
"Λοιπόν... Η μάνα σου είπε ότι σ' αγαπάει. Κι ότι της λείπεις. Το είπε χθες στην τηλεόραση. Είπε ότι δεν πρέπει ν' ανησυχείς... Κι ότι δεν θέλει μονάχα τ' αυτιά σου".
"Η μαμά μου πέθανε".
"Τι θα πει πέθανε;"
Κάτω από την κουβέρτα απάντησε:
"Η μαμά μου πέθανε".
"Μα τι λες; Είναι ζωντανή. Την είδα εγώ, στην τηλεόραση..."
"Όχι, πέθανε".
Έβαλα το χέρι στην καρδιά.
"Στ' ορκίζομαι στη ζωή της αδερφής μου της Μαρίας πως είναι ζωντανή. Την είδα χθες το βράδυ, ήταν στην τηλεόραση. Ήταν καλά. Είναι ξανθιά. Είναι αδύνατη. Και λιγάκι γριά... Όμως είναι ωραία. Ήτανε καθισμένη σε μια καφέ ψηλή πολυθρόνα. Μεγάλη. Όπως εκείνες των βασιλιάδων. Και πίσω της ήταν ένας πίνακας μ' ένα καράβι. Είναι έτσι ή όχι;"
"Ναι. Ο πίνακας με το καράβι..."
Μιλούσε σιγά, τα λόγια του πνίγονταν στην κουβέρτα.
"Κι έχεις ένα ηλεκτρικό τρενάκι. Με την ατμομηχανή με το φουγάρο. Το είδα".
"Δεν το έχω πια. Έσπασε. Η τάτα το πέταξε".
"Η τάτα; Τι είναι η τάτα;"
"Η Λιλιάνα. Κι αυτή πέθανε. Κι ο Πεπίνο πέθανε. Κι ο μπαμπάς πέθανε. Κι η γιαγιά Αριάνα πέθανε. Κι ο αδελφός μου πέθανε. Πέθαναν όλοι. Πέθαναν όλοι και ζουν σε λάκκους σαν αυτόν. Σε έναν βρίσκομαι κι εγώ. Όλοι μας. Ο κόσμος είναι ένα μέρος γεμάτο λάκκους που μέσα τους είναι οι νεκροί. Και το φεγγάρι είναι μια μπάλα γεμάτη λάκκους και μέσα είναι άλλοι νεκροί".
"Δεν είν' αλήθεια".
Ακούμπησα το χέρι μου στην πλάτη του.
"Δεν φαίνεται τίποτα. Το φεγγάρι είναι κανονικό. Κι η μάνα σου δεν πέθανε. Την είδα εγώ. Πρέπει να μ' ακούσεις".
Έμεινε για λίγο αμίλητος, έπειτα με ρώτησε:
"Τότε γιατί δεν έρχεται εδώ;"
Κούνησα το κεφάλι.
"Δεν ξέρω".
"Γιατί δεν έρχεται να με βγάλει από δω μέσα;"
"Δεν ξέρω".
"Κι εγώ γιατί βρίσκομαι εδώ;"
"Δεν ξέρω".
(...)
"Αύριο θα σου ξαναφέρω. Τι θέλεις;"
Άρχισε να ξύνει το κεφάλι.
"Θέλω... θέλω... ψωμί. Ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα. Και προσούτο. Και τυρί. Και σοκολάτα. Και ένα τεράστιο σάντουιτς".
"Θα δω τι υπάρχει στο σπίτι".
Κάθισα. Ο Φίλιπο δεν σταματούσε να μου αγγίζει τα πόδια και να μου ξεκουμπώνει τα πέδιλα.
Και ξαφνικά μου ήρθε μια ιδέα. Μια φοβερή ιδέα.
Δεν είχε την αλυσίδα. Ήταν ελεύθερος. Μπορούσα να τον βγάλω έξω.
Τον ρώτησα:
"Θέλεις να βγεις;"
"Και πού να πάω;"
"Να βγεις έξω".
"Έξω;"
"Ναι, έξω. Έξω απ' το λάκκο."
Έμεινε αμίλητος και ρώτησε:
"Απ' το λάκκο; Ποιο λάκκο;"
"Αυτόν εδώ το λάκκο. Εδώ μέσα. Εδώ που είμαστε".
Έκανε όχι με το κεφάλι.
"Δεν υπάρχουν λάκκοι".
"Αυτός δεν είναι λάκκος;"
"Όχι".
"Μα και βέβαια είναι λάκκος, το είπες κι εσύ.
"Πότε το είπα;"
"Είπες ότι ο κόσμος είναι γεμάτος λάκκους όπου μέσα βρίσκονται οι νεκροί. Και ότι το φεγγάρι είναι γεμάτο λάκκους".
"Κάνεις λάθος. Δεν το είπα εγώ".
Άρχισα να χάνω την υπομονή μου.
"Και τότε πού είμαστε;"
"Σ' ένα μέρος όπου περιμένουμε".
"Και τι περιμένουμε;"
"Να πάμε στον παράδεισο".
(...)
Τον παρέσυρα στο δασάκι, κάτω από ένα δέντρο. Υπήρχαν πουλιά. Τζιτζίκια. Σκιά. Και μια ωραία μυρωδιά από υγρή γη και βρύα.
Τον ρώτησα:
"Μπορώ να σου βγάλω την κουβέρτα από το πρόσωπο;"
"Έχει ήλιο;"
"Όχι".
Δεν ήθελε να τη βγάλει, στο τέλος κατάφερα να τον πείσω να καλύψω τα μάτια του με τη φανέλα μου. Ήταν ευχαριστημένος, το έβλεπες απ' το χαμόγελό του. Το αεράκι τού χάιδευε το δέρμα κι εκείνος το απολάμβανε.
Τον ρώτησα:
"Γιατί σ' έβαλαν εδώ;"
"Δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι".
"Τίποτα τίποτα;"
"Βρέθηκα εδώ".
"Τι θυμάσαι;"
"Ότι ήμουνα στο σχολείο".
Κουνούσε το κεφάλι του.
"Αυτό θυμάμαι. Είχαμε γυμναστική. Κι έπειτα βγήκα έξω. Σταμάτησε ένα άσπρο αυτοκίνητο. Και βρέθηκα εδώ".
"Μα εσύ πού μένεις;"
"Στην οδό Μοντιλιάνι 36. Γωνία με την οδό Καβαλιέρ ντ' Αρπίνο".
"Και πού είναι αυτό;"
"Στην Παβία".
"Στην Ιταλία;"
"Ναι".
"Κι εδώ Ιταλία είναι".
Έμεινε αμίλητος. Νόμισα πως αποκοιμήθηκε, όμως κάποια στιγμή με ρώτησε:
"Τι πουλιά είναι αυτά;"
Κοίταξα γύρω μου.
"Σπουργίτια".
"Είσαι σίγουρος ότι δεν είναι νυχτερίδες;"
"Όχι. Εκείνες τη μέρα κοιμούνται και κάνουν διαφορετικό θόρυβο".
"Οι ιπτάμενες αλεπούδες όμως πετάνε και την ημέρα και τιτιβίζουν σαν τα πουλιά. Και ζυγίζουν περισσότερο από ένα κιλό. Αν σκαρφαλώσουν σε μικρά κλαδιά πέφτουν στη γη. Αυτές, κατά τη γνώμη μου, είναι ιπτάμενες αλεπούδες".
Μετά την ιστορία με τις αρκουδίτσες-πλύστρες δεν μπορούσα πια να πω τίποτα. Ποιος ξέρει, στην Αμερική μπορεί να υπήρχαν και ιπτάμενες αλεπούδες. Τον ρώτησα:
"Μα εσύ έχεις πάει στην Αμερική;"
"Χθες είδα τη μαμά μου. Μου είπε ότι δεν μπορεί να έρθει να με πάρει γιατί πέθανε. Πέθανε μαζί με όλη μου την οικογένεια. Διαφορετικά, είπε, θα ερχόταν αμέσως".
Βούλωσα τ΄αυτιά μου.
(...)
"Εγώ δεν φοβάμαι"
Νικολό Αμανίτι
εκδόσεις Καστανιώτη
Τετάρτη 30 Απριλίου 2008
Τους ανθρώπους να φοβάσαι, όχι τα τέρατα
Δευτέρα 28 Απριλίου 2008
Τι κάνει "μπεεεε" στα κεραμίδια;
Το φετινό Πάσχα στο χωριό, λοιπόν, ήταν διδακτικό για όλους μας. Να, τι με έμαθε εμένα (μερικά τα ήξερα αλλά πήγα με μια αθώα ψευδαίσθηση ότι μπορεί και να κάνω λάθος):
ζ. Η αμυγδαλιά στην οποία σκαρφάλωνα και από την οποία έμαθα να τρώω χλωρά αμύγδαλα (προσοχή, μην το δοκιμάσετε αν το βράδυ έχετε ραντεβού, κάνει μαύρα τα δάχτυλα) δεν υπάρχει πια. Έγινε πάρκινγκ. Το χρησιμοποίησα.
η. Μερικά παιδιά που έχουν μεγαλώσει στην Αθήνα χρειάζονται λίγο παραπάνω χρόνο για να εκτιμήσουν την επαρχία. Ο 8χρονος ανηψιός μου, για παράδειγμα, πέρασε διαδοχικά μέσα σε ένα δίωρο από τις φάσεις "δεν θέλω να πάω βόλτα", "είναι μια ηλίθια βόλτα", "σιγά τη βλακεία βόλτα, όλα είναι πράσινα και βαρετά", "πάμε σπίτι να παίξουμε Nintendo", "αν με κατεβάσετε από το αυτοκίνητο, όπως λέτε, να μη γυρίσετε να με ξαναπάρετε", "εγώ δεν βγαίνω να μαζέψω βρωμολούλουδα", "θα μας φάνε τα ζουζούνια", "πού το βρήκες αυτό το κίτρινο λουλούδι", "κοίτα, έχει κι άλλα τέτοια εδώ", "ααα, τι ωραία θέα", "δικό μου είναι το κουκουνάρι, εσύ να βρεις δικό σου", "αν εσύ είσαι ο Ντόρα η εξερευνήτρια, εγώ θα είμαι ο ξάδερφος της Ντόρας" κ.ο.κ.
θ. Στα ταξίδια είναι καλό να μην ξεχνάς τους φορτιστές. Ειδικά αν σκοπεύεις να δίνεις στα παιδιά την φωτογραφική μηχανή κατά τις διαδρομές με το αυτοκίνητο. Φωτογραφίζουν τόσες ανοησίες ώστε δεν μένει μπαταρία για να βγάλεις τίποτα εσύ.
ι. Στα βουνά η Cosmote πιάνει καλύτερα.
κ. Μερικά αυγά αντιστέκονται σθεναρά στις κόκκινες βαφές. Τα σπασμένα και κακκοβαμμένα καμουφλάρονται εύκολα με τεράστια αυτοκόλλητα, που μπορεί να γελοιοποιούν το νόημα του χριστιανισμού (μπορει και όχι, βέβαια, αν σκεφτείς ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης θα έστρεφε και το δεξί μάγουλο αν του χαστούκιζες το αριστερό) αλλά σώζουν τα προσχήματα της νοικοκυροσύνης.
λ. Στην εθνική οδό Κορίνθου-Πατρών είναι πανεύκολο να πας από τροχαίο. Διαπίστωσα ότι μετά από δεκαετίες που αυτή η βεβαιότητα κυκλοφορούσε μεταξύ του απλού λαού χωρίς να το αναγνωρίζει η πολιτεία, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Υπάρχουν παντού ταμπέλες που γράφουν "ΠΡΟΣΟΧΗ! ΣΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ 4 ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ" ή "ΠΡΟΣΟΧΗ! ΣΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ 2 ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ ΜΗΝ ΠΡΟΣΠΕΡΝΑΤΕ. ΣΟΒΑΡΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ" ή "ΠΡΟΣΟΧΗ! ΣΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ 3 ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΠΟΛΛΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ". Είναι σαφές ότι το ΥΠΕΧΩΔΕ έχει κάνει πρωτοφανή δουλειά σε επικοινωνακό επίπεδο και οι οδηγοί το επιβραβεύουν επιδιώκοντας να επιβεβαιώσουν το σοφό μήνυμα των προειδοποιήσεων.
μ. Μια άχρηστη πληροφορία σχετικά με τον ίδιο δρόμο -για όσους δεν έχουν συνεπιβάτες πρόθυμους να μετράνε γρήγορα- είναι ότι το πρώτο τούνελ είναι το μικρότερο, το δεύτερο το μεγαλύτερο και το τρίτο το μεσαίο.
ν. Όταν φέρνεις στο σπίτι τα αγριολούλουδα που μάζεψες στο χωριό, κουβαλάς μαζί και τα μυγάκια τους.
UPDATE: Όπως με πληροφόρησε σήμερα μια συνάδελφος, τις ταμπέλες στην Κορίνθου-Πατρών τις έχουν βάλει εθελοντές πολίτες και όχι το ΥΠΕΧΩΔΕ. Είπα κι εγώ! Αφού οι άνθρωποι ασχολούνται με το Κιότο, πότε πρόλαβαν τέτοια κοσμογονία για την οποία δεν προβλέπονται μάλιστα και ευρωπαϊκά κονδύλια;
Τετάρτη 23 Απριλίου 2008
Who is this god person anyway?
Άποψη πρώτη:
"Σε τελική ανάλυση, η λογική θέλει να μας στερήσει την άποψη ότι υπάρχει Δημιουργός. Τη στιγμή που προκύπτει μια κοινωνία, βασισμένη μόνο στη λογική, τότε η ατομική δύναμη αρχίζει να αντικαθιστά την έννοια του Δημιουργού. Εκείνο που χαρακτηρίζει σχεδόν κάθε κοινωνική επανάσταση είναι ότι αργά ή γρήγορα οι ηγέτες της επανάστασης πολεμούν μεταξύ τους και τρώνε τις σάρκες τους. Μόνο ένας ηγέτης απομένει, ένας απόλυτος δικτάτορας. Μόλις αποδεχτούμε την άποψη ότι δεν υπάρχει Θεός, τότε η τελική κατεύθυνση της αριστεράς, της δεξιάς ή του κέντρου είναι ο ολοκληρωτισμός.
Δηλαδή θέλεις να πεις ότι ο Διαφωτισμός ήταν μια νικηφόρα εποχή για το Διάβολο;
Νομίζω πως πρώτα πρέπει να αναρωτηθούμε εάν η σχέση μεταξύ Θεού, Διαβόλου και ανθρώπου είναι μια εμπόλεμη σχέση ανάμεσα σε τρεις δυνάμεις ξεχωριστές αλλά και άρρηκτα συνδεδεμένες.
Ας υποθέσουμε πως υπάρχει ένας Διάβολος μονίμως παρών στις ανθρώπινες υποθέσεις, ουσιαστικά παρών. Γιατί; Γιατί Διάβολος είναι ένας άλλος θεός που θέλει να ανατρέψει τον γνωστό θεό. Έχει τις δικές του απόψεις περί ύπαρξης. Θα φτάσω μάλιστα στο σημείο να πω ότι η τεχνολογία είναι δική του επινόηση, Όπως ο Θεός έτσι και ο Διάβολος θέλει να ασκεί εξουσία στο σύμπαν, ενώ ο Θεός θέλει η εξουσία Του να ανταποκρίνεται στο όραμά Του για τις προοπτικές του σύμπαντος.
Την παρουσία του Χριστού την παραβλέπεις;
Ο Χριστός μπορεί κάλλιστα να είναι ο Υιός του Θεού, μια υλική και πνευματική οντότητα που ο Θεός έκρινε απαραίτητη για την ανθρωπότητα. Άρα ναι, ο Ιησούς μπορεί να ήταν αληθινός. Το γεγονός ότι αντιδρώ στα δόγματα δεν σημαίνει ότι απορρίπτω τα πάντα. Η ύπαρξη του Ιησού βγάζει νόημα. Ο Ιησούς ως αρχή της αγάπης, της συμπόνιας, της συγχώρεσης και του ελέους είναι κάτι που όλοι μας το κατανοούμε. Το νιώθουμε μέσα μας. Το νιώθουμε ως το καλύτερο κομμάτι του εαυτού μας, το ευγενέστερο, το πλουσιότερο, το πιο γενναιόδωρο. Οι οργανωμένες θρησκείες όμως με απωθούν εξαιτίας της φιλοσοφικής ασυνέπειας του Θεού ενώπιον του οποίου γονατίζουν, ενός Θεού παντοδύναμου και πανίσχυρου. Από κει ξεκινά, νομίζω, το φιλοσοφικό πρόβλημα: από την άποψη ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος και πανάγαθος. Η ιστορία του εικοστού αιώνα έδειξε την αντίφαση αυτών των όρων και μάλιστα πολύ εντυπωσιακά. Πώς γίνεται να μην σκεφτούμε ότι αν ο Θεός είναι παντοδύναμος, τότε δεν μπορεί να είναι και πανάγαθος. Ή πανάγαθη. Εάν ο Θεός είναι πράγματι πανάγαθος, τότε δεν είναι παντοδύναμος. Προσπαθώντας να απαντήσουν σε αυτήν την αντίφαση, οι θεολόγοι χάνονται σε φιλοσοφικά αδιέξοδα εδώ και χίλια χρόνια."
Νόρμαν Μέιλερ
"Περί Θεού" (Μια ασυνήθιστη συζήτηση με τον Μάικλ Λένον) - εκδόσεις Καστανιώτη
Άποψη δεύτερη:
The argument runs something like this. "I refuse to prove that I exist", says God, "for proof denies faith and without faith I am nothing." "But", says Man, "the Babel Fish is a dead giveaway isn't it? It proves you exist, and so therefore you don't. QED." "Oh dear", says God, "I hadn't thought of that", and promptly vanishes in a puff of logic. "Oh, that was easy", says Man, and for an encore he goes on to prove that black is white and gets killed on the next zebra crossing. Most leading thelogians claim that this argument is a load of dingo's kidneys. But this didn't stop Oolon Colluphid making a small fortune when he used it as the central theme for his best selling book, "Well That About Wraps It Up For God." Meanwhile the poor Babel Fish, by effectively removing all barriers to communications between different cultures and races, has caused more and bloodier wars than anything else in the history of creation.
"The Hitch Hikers Guide to the Galaxy"
Douglas Adams
Ο προβληματισμός του μόσχου του σιτευτού
Πέμπτη 17 Απριλίου 2008
Σόρι Λουντμίλα
Δευτέρα 14 Απριλίου 2008
Με πόσο λιμοντσέλο χωνεύεται η πολιτική;
Ένας 41χρονος παραγωγός λιμοντσέλο προσέφερε χτες στο Σορέντο, το highlight της πρώτης ημέρας των ιταλικών εκλογών (αν δεν αρχίσει να βρέχει σουρεαλισμό, μάλλον θα είναι και το highlight ολόκληρου του εκλογικού διημέρου) όταν πήρε το τεράστο ψηφοδέλτιο με τα σύμβολα όλων των υποψήφιων κομμάτων, το έσκισε ήρεμα σε μικρά κομματάκια και μετά τα έφαγε.
Στην συνέχεια συνελήφθη και του απαγγέλθηκε η κατηγορία της καταστροφής εκλογικού υλικού. Ο ίδιος δήλωσε: "Όλοι οι πολιτικοί με αηδιάζουν. Δεν αισθάνομαι ότι με εκπροσωπεί κανένας".
α. Συγκινήθηκα (αλήθεια, καλέ, αφού ανέβασα και ποστ μεσημεριάτικα)
β. Το έφαγε;;;; Θεούλη μου, εγώ δεν θα μπορέσω ποτέ να κάνω ακτιβισμό της προκοπής.
γ. Αναρωτιέμαι πώς να το φτιάχνει ο τύπος το λιμοντσέλο.
δ. Τώρα το google θα μου στέλνει κι άλλους που ψάχνουν με την λέξη "λιμοντσέλο";
Κυριακή 13 Απριλίου 2008
"A person is a person, no matter how small"
Από εκείνη την Κυριακή που η μικρή αντανάκλαση είδε τον Νέμο, όρθια -όπως κάθε 3χρονο που υπακούει στην φύση και δεν στρώνει κώλο κάτω για περισσότερο από 8 συνεχόμενα λεπτά- διασκορπίζοντας τριγύρω χούφτες ποπ κορν και ρωτώντας φωναχτά κάθε τόσο "γιατί είναι τόσο δυνατά;" (ο ήχος), μέχρι σήμερα δεν έχει χάσει ούτε μία από τις ταινίες κινουμένων σχεδίων που έχουν κυκλοφορήσει. Μέχρι και με τον xkont κάνουν κόντρες ποιος έχει δει τις περισσότερες και παραβγαίνουν στους ελληνικούς τίτλους.
Εγώ, έχω χάσει μερικές αλλά από τον Χόρτον έχασα μόνο την μέση. Με πήρε ο ύπνος. Δεν φταίει ο Χόρτον, εγώ νύσταζα.
Εκείνος είναι μια χαρά ελέφαντας. Σουρεαλιστικός, όπως είναι όλοι οι κινούμενοι χαρακτήρες: Επιβιώνει πέφτοντας από γκρεμούς, αιωρείται για όσα δευτερόλεπτα το απαιτεί το σενάριο και καταφέρνει να ανακαλύψει ανάμεσα σε εκατομμύρια ολόιδια ροζ λουλουδάκια εκείνο που έχει χάσει και που το ψάχνει εναγωνίως γιατί επάνω του είναι γατζωμένος ο μικρός άσπρος κόκκος στον οποίο κρύβεται η Χούβιλ (Whoville). Κάνει κι άλλα εντυπωσιακά, αλλά όπως καταλαβαίνετε, τα έχασα.
H πόλη των Χου (Who) έχει έναν δήμαρχο με 96 κόρες και έναν γιο, τον Γιο-Γιο -το πρώτο εμφανέστατα έμο κινούμενο σχέδιο που έχω δει, αν εξαιρέσουμε τους ήρωες του Τιμ Μπάρτον στον Χριστουγεννιάτικο Εφιάλτη- και όλοι μαζί (99 σύνολο, μαζί με την δημαρχίνα) μοιράζονται μία μόνο τουαλέτα.
Τα βάσανα των Χουβιλαίων ξεκινούν όταν ένα βελανίδι παρασύρεται από μια σταγόνα βροχής και συγκρούεται με το λουλούδι στο οποίο φιλοξενείται ο κόκκος, προκαλώντας έτσι την αποκόλλησή του με λογική συνέπεια ο αέρας να το παρασύρει σε βέβαιη συντριβή στα βράχια, βούλιαγμα στη λίμνη, κατάποση από έντομο ή σε κάποια άλλη μοιραία κατάληξη. Αυτό που τον σώζει είναι ο Χόρτον που χάρη στα τεράστια αυτιά του ακούει ένα "βοήθεια" από τον αιωρούμενο κόκκο, και ξεκινάει τις διπλωματικές επαφές με τον δήμαρχο Αουγκούστους Μέιχου και όπως καταλαβαίνετε αναλαμβάνει την διάσωση της πόλης. Τον δήμαρχο, όμως, οι μεγαλοπαράγοντες της Χούβιλ τον έχουν γραμμένο στα @@ τους κι έτσι κανείς δεν τον υπολογίζει όταν τους προειδοποιεί ότι θα πρέπει να προφυλαχθούν από τους κινδύνους για τους οποίους τον προειδοποιεί ο Χόρτον.
Αλλά και τον Χόρτον τον περιφρονούν όλα τα υπόλοιπα ζώα του δάσους, εξαιτίας της εκστρατείας του για την διάσωση του κόκκου. Όλα πλην του φίλου του του Μόρτον, ο οποίος ενσαρκώνει τον τύπο που πάντα στέκεται στο πλευρό μας όχι επειδή έχει πειστεί ότι δεν είμαστε τρελοί αλλά γιατί μας αγαπάει ακόμη κι αν είμαστε.
Ο κακός της υπόθεσης είναι η μαμά καγκουρό που πείθει τους υπόλοιπους ότι ο Χόρτον είναι επικίνδυνος γιατί υποστηρίζει πως "a person is a person, no matter how small" και διαδίδει πράγματα για τα οποία δεν υπάρχουν αποδείξεις, συνεπώς δηλητηριάζει το μυαλό των παιδιών, απειλεί την σταθερότητα της κοινότητας, υπονομεύει την τάξη και την λογική και πρέπει να υποχρεωθεί να ομολογήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα μέσα στον άσπρο κόκκο, ότι τίποτα δεν ακούγεται από εκεί μέσα, και για να επανέλθει η τάξη πρέπει το ροζ λουλούδι να καταστραφεί και η υπόθεση να λήξει. Δωροδοκεί, λοιπόν, έναν...
μπιιιιιιιιπ
Δυστυχώς ο χρόνος σας τελείωσε. Παρακαλούμε, ρίξτε κι άλλο κέρμα για την συνέχεια της ιστορίας ή πατήστε παρακάτω για να δείτε το τρέιλερ (δωρεάν):
Πριν τρέξετε στα μπλογκ των κριτικών κινηματογράφου, μπορώ να σας δώσω μερικά ακόμη δωρεάν τιπς:
-Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο "Horton hears a Who" του Dr Seuss ο οποίος πρέπει να ήταν γαμώ τους συγγραφείς παιδικών βιβλίων και καρτουνίστας. Το συγκεκριμένο παραμύθι, μάλιστα, θεωρήθηκε ότι ήταν η απάντησή του στις διώξεις του Μακαρθισμού αφού εκδόθηκε αμέσως μετά τις ακροάσεις της επιτροπής Μακάρθι.
-Οι σκηνοθέτες της ταινίας υπήρξαν συντελεστές -μεταξύ άλλων- ταινιών των Monty Python, και δυο εκ των κορυφαίων ταινιών κινουμένων σχεδίων: της "Εποχής των Παγετώνων" και του "Μπαμπούλα Α.Ε".
-Η φωνή του Χόρτον είναι ο Jim Carrey.
-Στην Χούβιλ τρώνε για πρωινό αυγά μάτια με πράσινο κρόκο και ζαμπόν..
Πέμπτη 10 Απριλίου 2008
Αστέρια μακρινά (καμμιά φορά και κοντινά)
(...)
.
Το "Μακρινό Αστέρι", μιλάει για μια παρέα Χιλιανών ποιητών. Για μια ιστορία τους που ξεκινάει λίγο πριν το πραξικόπημα του Πινοτσέτ και ολοκληρώνεται μετά από αρκετά χρόνια στην Ευρώπη, όπου είχαν διασκορπιστεί τα μέλη της.
Την γνωριμία μου με τον Roberto Bolaño την οφείλω στις βόλτες μου στα blogs. Ή μάλλον στην βόλτα, γιατί μία είναι, η ίδια που αρχίζει κάποτε χωρίς να ξέρεις πότε θα τελειώσει -μόνο μπορείς να ξεχωρίσεις κομμάτια της διαδρομής, άλλα πιο συναρπαστικά, άλλα μονότονα, πολλά μοναχικά ή στείρα και κάποια πολύ γενναιόδωρα. Γενναιόδωρα όχι μόνο γιατί μπορεί να πέσεις πάνω σε μια τέτοια διακλάδωση που πολύ σύντομα θα σε έχει οδηγήσει στους Χιλιανούς ποιητές αλλά και γιατί μπορεί να πέσεις πάνω σε ανθρώπους που μπορεί να σε οδηγήσουν εδώ:
Είναι οι δυο όψεις της ίδιας σελίδας. Και οι δυο μαζί λένε ότι με ανθρώπους που συνάντησες στις διακλαδώσεις του διαδικτύου μπορείς να μοιραστείς από τις πιο βασικές μέχρι τις πιο αυθόρμητες ανάγκες. Ακόμη κι αν οι λευκές σελίδες του blogger και του wordpress (άντε και του realpeople, που φιλοδοξεί να επεκτείνει ο xkont) δεν γεμίσουν ποτέ με αληθινή ποίηση, εγώ είμαι σίγουρη πια ότι μπορούν να γεννήσουν για τον καθένα μας, δικές του διαπλοκές αλληλένδετων μικρόκοσμων.
Ε, κι εγώ που συνήθως κουβαλάω μαζί μου κι έναν μικρό βοηθό με αληθινές χάρτινες σελίδες και μαρκαδόρους, έχω ήδη αρχίσει να κρατάω ντοκουμέντα από τέτοιες διαπλοκές.