Έγραφε. Εγραφε, έγραφε, έγραφε...
Και ο κάδος των σκουπιδιών γέμιζε. Γέμιζε, γέμιζε,γέμιζε...
Είχε τιγκάρει από πεταμένες λέξεις.
Το πρόβλημα δεν ήταν αυτές. Οι λέξεις, δηλαδή. Αυτές ήταν αξιοπρεπέστατες. Με τα ωραία τους γράμματα, με τελείες, και κόμματα και παύλες ανάμεσα, για να έχουν να χοροπηδάνε τριγύρω τους όποτε βαριόντουσαν.
Αλλά δεν έφταναν οι αξιοπρεπείς λέξεις, με την παιδική χαρά τους. Το πρόβλημα ήταν η σειρά των λέξεων. Η λογική σειρά, στην οποία ήταν υποχρεωμένες να επιστρέφουν. Δοκίμασε με διάφορους τρόπους να τις μεταπείσει ότι δεν πρέπει να γυρνάνε πάντα στην αρχική θέση τους αλλά εκείνες δεν άκουγαν. Κι έτσι ήταν βέβαιο ότι αν κανείς τις έβλεπε μετά, θα τις περνούσε για κανονικές και δεν θα πίστευε ότι προ ολίγου έπαιζαν βόλεϊ με τις τελείες και έκαναν γουιντσέρφινγκ με τις παύλες. Κι έτσι, τσαλάκωνε τα χαρτιά και τα πέταγε.
Είχε βαρεθεί με τα παιχνίδια της λογικής. Πάλι.
Θα τα παρατούσε γι' απόψε. Έβαλε μπουφάν για να βγει να περπατήσει. Ευκαιρία να κατεβάσει τα σκουπίδια. Αδειασε και τον κάδο με τα χαρτιά στην σακούλα για την ανακύκλωση.
Όπως περνούσε από την Ιωνίας και σκεφτόταν ότι έκανε βλακεία που δεν πήρε ομπρέλα, άκουσε κάποιον να ζητάει βοήθεια. Κοίταξε προς την οικοδομή.
"Σας παρακαλώ, βοηθήστε με".
"Ε;"
"Χρειάζομαι κάποιον να με κατεβάσει. Ήταν εύκολο να ανέβω αλλά δεν υπολόγισα ότι θα ήταν τόσο δύσκολο να κατέβω. Ένα χεράκι, παρακαλώ..."
"Κοίτα να δεις... να ανέβω δεν μπορώ, για να σε βοηθήσω. Αλλά έχω μια σακούλα γεμάτη χαρτιά. Θα την κρατήσω από κάτω και εσύ φρόντισε να πηδήξεις μέσα για να μη σπάσεις τίποτα."
"ΟΚ. Πηδάω."
"Είσαι εντάξει τώρα;"
"Δεν θα το έλεγα".
"Αφού έπεσες μέσα στα χαρτιά. Δεν ήταν μαλακά;"
"Μαλακά! Έχεις τρελαθεί; Τι γράφουν αυτά τα χαρτιά ρε συ; Κόντεψα να σπάσω το κεφάλι μου. Καλύτερα να έπεφτα στο τσιμέντο."
update: Ετούτο το post γράφτηκε προτού διαβαστεί αυτό. Δεν ξέρω ποιό από τα δύο υπονομεύει περισσότερο την λογική. Ούτε έχει σημασία, φυσικά.