"Λοιπόν, θα μιλήσεις; Ξέρουμε ήδη ότι ήσουν εσύ. Το μόνο που μένει είναι να ομολογήσεις την ενοχή σου για να ελαφρύνεις την ποινή. Στη θέση σου δεν θα έχανα αυτή την ευκαιρία".
Την κοίταζε τόσο αυστηρά που δεν τολμούσε να σηκώσει τα μάτια από το πάτωμα. Είχε καθίσει στην άκρη της καρέκλας, χέρια σφιχτά πάνω στα γόνατα. Οι κατακόκκινες πιτσιλιές παντού επάνω της δεν άφηναν κανένα περιθώριο να δηλώσει αθώα.
"Έλα τώρα! Μην κάνεις την δύσκολη. Υπάρχουν μάρτυρες που σε είδαν να βγαίνεις από το σπίτι κρατώντας το βαλιτσάκι και να κατευθύνεσαι προς τα εκεί. Λέγε, γιατί το έκανες;"
"Δεν το ήθελα. Πιστέψτε με, ήταν ατύχημα!"
"Ατύχημα; Και θέλεις και να σε πιστέψω!"
"Ναι... Είχε ωραία συννεφιά και θέλησα να βγω να ζωγραφίσω πάνω στον λόφο. Αλλά, να... σκόνταψα και μου χύθηκε το κόκκινο".
8 σχόλια:
αναπάντεχα έξυπνο κειμενάκι!
αναπάντεχα κόκκινος ουρανός
Και θες να σε πιστέψουμε? :p
μα ναι, πιστέψτε με!
αν λέω ψέμματα να μου χυθεί και το πράσινο.
“Πρέπει να το μαζέψεις αμέσως και να καθαρίσεις, να μη φαίνεται τίποτα πια σε εκείνο το σημείο, είπαμε, αν θέλεις να σε αντιμετωπίσουν με επιείκεια», της είπε και ήταν περισσότερο τσαντισμένος με τον εαυτό παρά με την ίδια. Έπρεπε να την είχε προλάβει πριν πάρει τη βαλίτσα, πριν καν την αγγίξει με το δεξί της χέρι και κάνει το πρώτο βήμα προς την πόρτα, εκείνη την παλιά την ξύλινη.
«Μα δεν ήξερα, ήμουν βέβαιη ότι δεν θα άνοιγε με τίποτα, δεν θα χυνόταν το παραμικρό, πιστέψτε με, είναι αλήθεια. Που να πήγαινε το μυαλό μου ότι δεν είχε κλείσει καλά, δε φαινόταν το χαλασμένο πιαστράκι», τόλμησε να πει με χαμηλωμένη φωνή.
Η βαλίτσα ήταν μια καφέ δερμάτινη, παλιό στυλ, από αυτές που κρατούσαν οι ταξιδευτές στην έρημο που ζούσαν σε σκηνές και μελετούσαν τίγρεις κι ελέφαντες. Είχε δύο μεταλλικές πιάστρες που έκαναν ένα απότομο τακ την ώρα που έκλειναν. Την έπιασε στα χέρια του, έτσι όπως ήταν ανοιγμένη διάπλατα, σαν στόμα κοιμισμένου ζώου. Η μία πιάστρα, φαινόταν ήταν εντάξει, άνοιγε κι έκλεινε με το τακ της, αυτόματο, γρήγορο, κανονικό. Η άλλη δεν έκλεινε καλά. Πήγαινε να κάνει τακ, αλλά έβγαινε μόνο το μισό, σαν επιφώνημα μεθυσμένου.
«Δεν το είδες ότι δεν κλείνει καλά εδώ;», της φώναξε έχοντας πάλι την αίσθηση ότι μαλώνει τον εαυτό του.
«Όχι, δεν το είδα, νόμιζα ότι έκλεινε».
«Δεν πρόσεξες ότι αυτό δεν κάνει κανονικό τακ».
«Δεν ξέρω να ξεχωρίζω το κανονικό από το χαλασμένο τακ».
«Η τιμωρία που σε περιμένει δεν είναι ασήμαντη».
«Είμαι έτοιμη, δεν είναι και λίγο πράγμα να σου χυθεί το κόκκινο».
«Το μόνο που μπορεί να σε βοηθήσει είναι ότι το έχυσες στον ουρανό, το είχε ανάγκη».
«Ευχαριστώ, θα τους το πείτε εσείς;», τον ρώτησε τρίβοντας τις παλάμες της.
«Ναι, μπορείς να πηγαίνεις τώρα» , της απάντησε πριν τη δει να περνάει πάλι από εκείνη την παλιά ξύλινη πόρτα.
Ξαναπήρε τη βαλίτσα στα χέρια του. Δεν μπορούσε να συγχωρέσει τον εαυτό του, αυτόν έπρεπε να τιμωρήσουν, σκέφτηκε, όχι αυτήν. Αυτή πήρε τα χρώματα με την ψυχή της. Που να ‘ξερε. Και ξανάφερε στο μυαλό του εκείνη την ημέρα που παίζοντας με ένα κατσαβίδι, χάλασε την πιάστρα της βαλίτσας. Έπρεπε να το περιμένει ότι θα άνοιγε μόνη της. Έπρεπε να μην την είχε αφήσει να φυλάξει εκεί τα χρώματα. Και τώρα είναι αυτή που φταίει, σκέφτηκε. Άφησε τη βαλίτσα στη γωνία να του θυμίζει εκείνη την ημέρα που τη χάλασε. Του θύμιζε, όμως, και ταξίδια. «Ευτυχώς που έριξε το κόκκινο στον ουρανό, ευτυχώς».
Έκλεισε πάλι την πόρτα πίσω της.
Τα «κανονικά» τακ. Πάλι τα «κανονικά». Ακόμα και στα τακ μιας βαλίτσας.
«Πώς γίνεται να ξέρουν όλοι οι άλλοι τι είναι «κανονικό» και τι έχει χαλάσει κι εγώ να τα νομίζω όλα φυσιολογικά;»
«Τώρα πρέπει να βρω έναν τρόπο να καθαρίσω. Δεν πρέπει να φαίνεται τίποτα, έτσι είπε εκείνος». Αλλά πώς να κάνεις Aυτό το κόκκινο να σβήσει; Δεν ήταν σαν τα υπόλοιπα κόκκινα; Ο γέρος στο χρωματοπωλείο την είχε προειδοποιήσει: «Αφού το διάλεξες, τώρα πια δεν μου πέφτει λόγος. Αλλά να ξέρεις ότι δεν μπορείς να το υποτάξεις. Αυτό θα διαλέγει τι θα χρωματίσει, εσύ μόνο θα υπακούς».
Τότε δεν έδωσε πολλή σημασία στα λόγια του. Τότε ήταν που νόμιζε ότι είχε νόημα να ζωγραφίζεις ουράνια τόξα και να τους βάζεις όλα τα κόκκινα, τα πράσινα, τα μπλε και τα μωβ… κι ότι εκείνα θα γαντζώνονταν εκεί και θα έμεναν για πάντα.
Στο πρώτο ουράνιο τόξο κατάλαβε τι εννοούσε ο γέρος. Όλα τα άλλα χρώματα έμειναν εκεί που τα είχε βάλει ενώ το κόκκινο ξεκόλλησε από την θέση του, έκανε έναν κύκλο γύρω από τα υπόλοιπα, τα άγγιξε από λίγο, τα άλλαξε πολύ και μετά πήδηξε έξω από τον καμβά και βγήκε από το ανοιχτό παράθυρο. Ποτέ δεν έμαθε πού πήγε. Μόνο που από τότε κρατούσε το υπόλοιπό του κλεισμένο καλά μέσα στο βαλιτσάκι.
Μέχρι εκείνο το απόγευμα με την ωραία συννεφιά…
Και ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά της ο Γέρος.
«Στο πούλησα, θυμάμαι, τι έκανες με εκείνο το κόκκινο;»
«Τα πάντα, προσπάθησα να το ζωντανέψω»
«Μη με κάνεις να νιώθω τύψεις, σε είχα προειδοποιήσει»
«Το θυμάμαι, δεν ήμουν όμως προετοιμασμένη»
«Κακώς, αν το έριχνες από λάθος, θα σε έβρισκαν».
«Δεν το περίμενα, άλλα πράγματα ήθελα, να το φτιάξω όπως το είχα φανταστεί».
Εκείνη την ώρα έπεφτε ένα αστέρι. Το είδε και η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Έκανε μία από τις μεγαλύτερες ευχές της ζωής της. Να κάνει το κόκκινο χρώμα να μεταμορφωθεί σε μια όμορφη, με πολλά χρώματα, ομπρέλα και ο βαρκάρης να την κρατάει κάτω από καυτό ήλιο.
«Να πας στο καλό και να θυμάσαι, η ζωή μοιάζει με τη θάλασσα. Είναι ζήτημα στιγμής να ανταριάσει. Δε σε ρωτάει».
Άφησε τα μάτια της να κοιτάξουν μακριά. Και φαντάστηκε τα πάντα. Το πρώτο φιλί, το πρώτο αγκάλιασμα, το πρώτο ξημέρωμα, το πρώτο γέλιο. Όταν πήρε αγκαλιά τη βαλίτσα. Το πιο χαρούμενο γέλιο που έκανε όταν έπιανε στα χέρια τη βαλίτσα με τα χρώματα. Η βαλίτσα τότε δεν είχε χαλάσει στη μια της πιάστρα. Όταν την πρωτοπήρε στα χέρια της ήταν σαν να άγγιζε τον ουρανό. Τα σύννεφα. Τον ήλιο. Και όταν νύχτωνε έπιανε μ’ αυτήν το φεγγάρι.
Μα το φεγγάρι άρχισε να φεύγει υπακούοντας στην τροχιά του. Σα να μην την είχε διαλέξει το ίδιο. Αλλά μια θεά που την έλεγαν Μοίρα. Το ίδιο έκανε και ο ήλιος. Αλλά και τα σύννεφα το ίδιο έκαναν. Η Μοίρα πήρε το Γέρο από το χέρι, και τον κουβάλησε μαζί με τη βάρκα στην απανεμιά του. Εκείνη έπρεπε να κατέβει. Και τότε ήταν που είδε τα βαλίτσα με τα χρώματα, κρυμμένη μέσα στη βάρκα.
«Τι είναι αυτό εδώ;», τον ρώτησε.
«Κάτι που μου έδωσε η Μοίρα να φυλάξω», είπε ο Γέρος.
«Και πως έφτασε στα χέρια σου;»
«Μου την έφερε η θάλασσα»
«Πότε;»
«Δεν θυμάμαι»
«Δεν γίνεται να μη θυμάσαι».
«Καλά. Μού την έφερε ένα απόγευμα με συννεφιά. Τι την θες;».
«Να την πάρω πίσω».
Και τότε ο βαρκάρης κοίταξε το Γέρο και του είπε: «Πρόσεχέ μου την, είναι όμορφη και καλή».
Και ο Γέρος του απάντησε: «Της πούλησα χρώματα και τώρα είναι στη θάλασσα. Φρόντισε να δούμε τι θα γίνει».
Εκείνη είχε ακόμα τη βαλίτσα στα χέρια. Όταν της ξέφυγε το κόκκινο στο συννεφιασμένο απόγευμα, πήρε μια απόφαση. «Το κόκκινο θα το αγαπάω, αλλά όταν το ξαναπιάσω θα το βάλω σε άλλη, καλύτερη, βαλίτσα για να μην μου ξαναφύγει».
φταις!
Δημοσίευση σχολίου