Τα χαμόγελα πάγωσαν. Κανείς δεν είχε προσέξει το καημένο το ακορντεόν που καθόταν παράμερα και τους κοίταζε παραπονεμένο. Η ακρίδα δαγκώθηκε. Συνειδητοποίησε ότι ο άντρας, πάνω στον ενθουσιασμό του για το ταξίδι, είχε μπει στο τρένο χωρίς να πάρει μαζί του το ακορντεόν. Αλλά κι εκείνη δεν του το είχε θυμίσει. Γαμώτο.
Το πριόνι, που ήταν γνωστό για την ευαισθησία του, ξεσκονίστηκε από τα σπιρτοπριονίδια και κατευθύνθηκε προς το μέρος του για να το παρηγορήσει.
«Έλα, μην είσαι μουρτζούφλης. Οι ιστορίες έχουν και συνέχεια. Σίγουρα θα μπεις κάπου παρακάτω. Μπορεί στην επόμενη σκηνή να παίζεις μουσική για να χορεύει η ακρίδα και τότε να περάσει ένας ατζέντης που θα ενθουσιαστεί και θα προσφέρει στον άντρα ένα μεγάλο συμβόλαιο για ένα νούμερο στο τσίρκο που θα μας κάνει όλους πλούσιους και διάσημους».
«Άσε ρε συ, πριόνι. Δεν έχεις καταλάβει ότι κανείς δεν θέλει πια ακορντεόν που να παίζουν για να χορεύουν οι ακρίδες; Για να βγάλει λεφτά ο δικός μας αρκεί να σε βάλει να κόβεις τα σπίρτα στη μέση και μετά να ζητήσει από την ακρίδα να ποζάρει επιδεικνύοντας τα μισά κομμάτια, φορώντας μαγιό».
Τα σπίρτα, κάπως θιγμένα από την ανεπαίσθητη απαξίωση που έκρυβε το σχόλιο του ακορντεόν για τον ρόλο τους, πήγαν και κρύφτηκαν μέσα στον σωρό με τα μαζεμένα φύλλα. Η ακρίδα, που ενθουσιάστηκε με την προοπτική του συμβολαίου, ξαφνικά θυμήθηκε ότι δεν είχε κάνει χαλάουα για να μπορεί να ποζάρει με μαγιό και αποσύρθηκε στην καλύβα μέσα στα κλαδιά του δέντρου για να επανορθώσει.
«Τέλεια. Τώρα είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα», στραβομουτσούνιασε το δέντρο.
Το τρένο, που ποτέ δεν άντεχε να βαλτώνουν έτσι τα πράγματα και αναζητούσε διεξόδους, άνοιξε το βιβλίο με τις ασκήσεις στην επόμενη σελίδα. Διάβασε φωναχτά την άσκηση 7:
«Λοιπόν, δεν ξέρω ποιοί γράφουν αυτά τα βιβλία της Β’ δημοτικού αλλά οι τύποι είναι απαράδεκτοι. Εδώ φτιάχνουν ένα ποίημα με ένα σαλιγκάρι, ένα φεγγάρι, ένα μανιτάρι, ένα ψάρι, ένα ζάρι, ένα πιθάρι, ένα λυχνάρι, ένα μαξιλάρι και αφήνουν απέξω ένα χελιδόνι, ένα μπαλόνι, ένα κανόνι και έναν κουβά! Εμένα δεν μου το βγάζεις από το μυαλό ότι το παιχνίδι είναι στημένο εναντίον μας. Στη μια σελίδα λένε στα πιτσιρίκια ότι νικητής είναι όποιος χωρέσει όλες τις λέξεις σε μια ιστορία και στην άλλη καταδικάζουν τον κουβά όχι μόνο να είναι εκτός ποιήματος αλλά και εκτός οποιασδήποτε παρέας στην ομοιοκαταληξία».
«Και τι σχέση έχει αυτό με τον αποκλεισμό του ακορντεόν;» διέκοψε η ομπρέλα. «Το δικό μας πρόβλημα δεν είναι θέμα ομοιοκαταληξίας. Είναι θέμα απροσεξίας».
«Νομίζω ότι καταλαβαίνω τι εννοεί το τρένο», παρενέβη η τσουγκράνα. «Το συμπέρασμα είναι πως στην ζωή δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Όταν ακολουθείς τους κανόνες, μπορείς να συνδυάσεις μόνο όσα υπακούν σε αυτούς. Αλλά όταν έχεις το ελεύθερο, απλά πρέπει να κάνεις το καλύτερο που μπορείς και προλαβαίνεις. Ο δικός μας εκεί τα σκάτωσε».
Είχε αρχίσει ήδη να σκοτεινιάζει. Στην είσοδο του τσίρκου άναψαν τα λαμπιόνια και μαζί η φωτεινή ταμπέλα που προσκαλούσε τους θεατές:
«Σήμερον η παράσταση Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΛΕΟΝ»
«Ωραία παρηγοριά!», ξεφύσηξε το ακορντεόν.