Ξέρω τι υποσχέθηκα στο προηγούμενο ποστ αλλά μεσολάβησε η χτεσινή μου επίσκεψη στην Πάρνηθα, με το oikologio.gr για την οποία αξίζουν τουλάχιστον λίγες λέξεις και εικόνες. Αυτές αφορούν πολύ πιο άμεσα κι εσάς, σε αντίθεση με τις αναμνήσεις του ταξιδιού στην Σκωτία, οι οποίες άλλωστε συνήθισαν να περιμένουν υπομονετικά την στιγμή που θα αναρτηθούν εδώ.
Το Οικολόγιο στήθηκε πέρσι, μετά τις πυρκαγιές. Για την ακρίβεια άρχισε να στήνεται μετά την πυρκαγιά της Πάρνηθας, αν και η εφιαλτική εξέλιξη με την Πελοπόνησσο και την Εύβοια πρέπει να ώθησε στην συνέχεια ακόμη περισσότερους να εμπλακούν σε μια τέτοια διαδικτυακή κίνηση ή έστω να την παρακολουθούν. Έτσι την παρακολουθώ κι εγώ. Και το Σάββατο ανέβηκα στο ραντεβού μαζί τους στο καταφύγιο Μπάφι.
Ήμασταν λίγοι, συνολικά 16 άτομα ανεβήκαμε μέχρι το φυλάκιο των εθελοντών δασοπυροσβεστών στην θέση Σκίπιζα, περπατώντας ένα δασικό μονοπάτι περίπου 25 λεπτών. Μάλλον ήταν και καλύτερα για το φυλάκιο που πήγαμε τόσο λίγοι, γιατί στην πραγματικότητα είναι ένα ξύλινο δεντρόσπιτο που δεν σηκώνει ορδές επισκεπτών.
Εκεί πάνω φυλάνε σκοπιές οι εθελοντές του ΕΔΑΣΑ (Εθελοντές Δασοπυροπροστασίας Αττικής), κάθε βράδυ κατά τη διάρκεια της αντιπυρικής περιόδου, κάθε καλοκαίρι από το 1989. Μέσα στα 19 αυτά χρόνια έχουν εντοπίσει 117 πυρκαγιές.
Έχουν οπτική επαφή 180 μοιρών στην πίσω πλευρά της Πάρνηθας, από τον Σαρωνικό μέχρι τον Ευβοϊκό. Δηλαδή έχουν θέα στο μεγαλύτερο τμήμα του βουνού που είναι καμμένο καθώς και στο υπόλοιπο που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχει και ότι χρειάζεται προστασία, όπως μας τόνισαν.
Οι εθελοντές ανεβαίνουν στην Σκίπιζα με χειμωνιάτικα ρούχα και ο ύπνος (σε βάρδιες) γίνεται μέσα σε υπνόσακους γιατί το βράδυ η θερμοκρασία πέφτει πολύ. Μπορεί οποιοσδήποτε να ανέβει έστω και μια φορά να κάνει βάρδια και καλούν τον κόσμο να το δοκιμάσει. Και οι ίδιοι, άλλωστε, οι ενεργοί εθελοντές του ΕΔΑΣΑ -που είναι λίγες δεκάδες- κάπως έτσι ξεκίνησαν: Κάπου άκουσαν γι' αυτό, ανέβηκαν ένα βράδυ για βάρδια στο φυλάκιο και αυτό τους άλλαξε για πάντα. Για να μην σας λέω εγώ πολλά, μπείτε καλύτερα στο blog τους.
Αυτό που θέλω να πω εγώ και που το σκεφτόμουν με θέα ένα καμμένο βουνό στο οποίο δεσπόζει το Καζίνο -που τόσο πάσχισαν να σώσουν πέρσι οι πυροσβεστικές δυνάμεις- είναι ότι αξιώθηκα μετά από 35 χρόνια σε αυτή την πόλη να επισκεφτώ ένα -μισοκαμμένο πλέον- δάσος που ήταν 45 λεπτά από το σπίτι μου αλλά το αγνούσα.
Και το χειρότερο είναι ότι το αγνοούν και οι επιβάτες των εκατοντάδες αυτοκινήτων με τα οποία διασταυρώθηκα ανεβαίνοντας το απόγευμα και κατεβαίνοντας τα χαράματα στον δρόμο που συνδέει την τσιμεντούπολη (τι λέξη κι αυτή) με το καζίνο. Προσπερνούσαν σαν τρελοί για να φτάσουν ως εκεί και είμαι σίγουρη ότι οι περισσότεροι δεν θα κοπιάσουν ποτέ να δουν τι υπάρχει πιο πέρα.
Αυτά.
Συνιστώ, επίσης, ανεπιφύλακτα καφέ και καρυδόπιτα στο καταφύγιο στο Μπάφι.
Για τα υπόλοιπα συντονιστείτε στο oikologio.gr.